- πυγούσιος
- πυγούσιος, von der Länge eines πυγών, ellenlang; βόϑρον ὀρύξαι ὅσον τε πυγούσιον ἔνϑα καὶ ἔνϑα, ungefähr eine Elle ins Gevierte
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πυγούσιος — of the length of a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγούσιος — ία, ον, Α ο πυγονιαῑος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πυγούσιος παράγεται από τη λ. πυγών, όνος, παραμένει, όμως, δυσερμήνευτος ο τρόπος παραγωγής του. Κατά μία άποψη, πρόκειται για κάποιου είδους αναλογικό σχηματισμό, ενώ κατ άλλη άποψη, όχι τόσο πιθανή, ο … Dictionary of Greek
πυγούσιον — πυγούσιος of the length of a masc acc sg πυγούσιος of the length of a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)